φιλαγαθία
From LSJ
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
English (LSJ)
ἡ, love of goodness, Ph.2.136, PMon.6.72 (vi A. D.); benevolence, Sardis 7 No.4.30 (ii B. C.), BMus.Inscr.1032.48 (Teos, i B. C./i A. D.); εἴς τινας Sammelb.1106.6 (Ptol.): pl., Mem.Inst.Franc.67.34 (Aphroditopolis, i B. C.).
German (Pape)
[Seite 1273] ἡ, Liebe zum Guten, Clem. Alex.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλᾰγᾰθία: ἡ, τὸ φιλεῖν τὸ ἀγαθόν, ἡ ἀγάπη τοῦ ἀγαθοῦ, Φίλων 2. 136, Κλήμ. Ἀλεξ. 139, κλπ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ φιλάγαθος
η αγάπη για το αγαθό, για το καλό («ὁ Θεὸς τὴν μετάνοιαν ὑπὸ φιλαγαθίας ζητεῖ», Κλήμ. Αλ.).