φιλοστάφυλος
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
English (LSJ)
[ᾰ], ον, loving the grape-bunches, Nonn. D. 29.234.
German (Pape)
[Seite 1286] Trauben liebend, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοστάφῠλος: [ᾰ], -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς σταφυλάς, Νόνν. Διονυσ. 29. 234.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που του αρέσουν τα σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -στάφυλος (< σταφυλή), πρβλ. ἐριστάφυλος].