φιστίκι
From LSJ
Greek Monolingual
και εσφ. τ. φυστίκι, το, Ν
1. βοτ. κοινή ονομασία του καρπού και του εδώδιμου σπέρματος της φιστικιάς
2. φρ. α) «φιστίκι Αιγίνης»
βοτ. ο καρπός και το εδώδιμο σπέρμα της αιγινίτικης ποικιλίας του παραπάνω δένδρου
β) «αράπικο φιστίκι»
βοτ. ο καρπός της αραχίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fistik < πιστάκιον, υποκορ. του αρχ. πιστάκη, δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης].