φλάσκων

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλάσκων Medium diacritics: φλάσκων Low diacritics: φλάσκων Capitals: ΦΛΑΣΚΩΝ
Transliteration A: phláskōn Transliteration B: phlaskōn Transliteration C: flaskon Beta Code: fla/skwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, a flagon, Hsch. s.v. ἀρυβάσσαλον, Tz. H. 13.643; — Dim. φλασκίον.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ΜΑ
μσν.
μτφ. αυτός που πίνει από την φλάσκα
αρχ.
1. φλάσκα
2. (κατά τον Ησύχ.) «φλάσκων δέ ἐστιν εἶδος ποτηρίου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. flasca, -ae / flasco, -ōnis, (βλ. και λ. φλάσκα)].