φλεβοσυλία

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek (Liddell-Scott)

φλεβοσυλία: ἡ, βλάβη τῶν φλεβῶν, Ἀθαν. τ. 2, 1. 409C.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλάβη τών φλεβών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + -συλία (< -συλος < συλῶ), πρβλ. νεκροσυλία].