φρενόσπασμος

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ιατρ. (παλ. όρος) σπασμός του διαφράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + σπασμός.