φρουρητικός
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
φρουρητική, φρουρητικόν, fit for watching or guarding, Iamb.Myst.3.10, Dam.Pr.96,252, Procl.Inst.145,154, Lyd.Mens.4.67.
German (Pape)
[Seite 1310] zum Bewachen geschickt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φρουρητικός: -ή, -όν, ὁ κατάλληλος εἰς φρούρησιν ἢ φυλακήν, Ἰαμβλ. Μυστ. 3. 10, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ φρουρῶ
κατάλληλος ή ικανός για φρούρηση.