φρυνικός
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
φρυνική, φρυνικόν, = φρυνοειδής, Asclep.Jun. ap. Gal.13.1023.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φρύνη / φρῡνος]
φρυνοειδής.