φτέρνα

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

η / πτέρνα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτέρνα Ν, και πτέρνη Α
1. το πίσω μέρος του πέλματος του ανθρώπινου ποδιού
2. το ευμέγεθες και ακραίο οστό του ταρσού
3. συνεκδ. το πίσω μέρος υποδήματος, το τακούνι
4. (γενικά) η βάση διαφόρων πραγμάτων
5. φρ. «Αχίλλειος πτέρνα»
μτφ. το τρωτό σημείο κάποιου
νεοελλ.
1. αρχιτ. είδος γλυφής, κατά το ήμισυ κοίλης και κατά το ήμισυ κυρτής
2. φρ. α) «πτέρνα προσωμίδας» — το άνω άκρο του πεδίλου της προσωμίδας τών τυφεκίων
β) «πτέρνα σπάθης» — το πέδιλο του κολεού του ξίφους
αρχ.
1. (για ιπποειδή) η οπλή («ὅτε ἐνεποδίσθησαν πτέρναι ἵππου», ΠΔ)
2. ίχνος που αφήνει το πίσω μέρος του πέλματος του ποδιού («ἔξελθε σὺ ἐν πτέρναις τῶν ποιμνίων», ΠΔ)
3. το άκρο χειρουργικού εργαλείου
4. το άκρο του αγκώνα πολιορκητικής μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φτέρνα / πτέρνη ανάγεται στον ΙΕ τ. persnā «φτέρνα» (για το αρκτικό πτ- του ελλ. τ. σε σχέση προς το ρ- της ρίζας, πρβλ. πόλις: πτόλις, πόλεμος: πτόλεμος, βλ. λ. πόλεμος), από τον οποίο προέρχονται λ. τών ΙΕ γλωσσών που παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους ως προς το μέρος του ποδιού που δηλώνουν, πρβλ. αρχ. ινδ. pārsni- «φτέρνα», αβεστ. pāšna- «φτέρνα» (με εκτεταμένο το φωνήεν της ρίζας), γοτθ. fairzna «φτέρνα», αλλά και λατ. perna «χοιρομέρι», χεττιτ. paršna «το πάνω μέρος του μηρού» (πρβλ. χεττιτ. paršnāi- «κάθομαι στα οπίσθια»). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. pteno, ο οποίος αναφέρεται σε κάποιο μέρος της άμαξας (πιθ. τα σκαλοπάτια) και αντιστοιχεί πιθ. με έναν τ. δυϊκού αριθμού πτέρνω. Τέλος, ο νεοελλ. τ. φτέρνα έχει προέλθει με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -π- στο διαρκές -φ- (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πτερόν: φτερό)].