φυλάκιση

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

η, Ν
1. εγκλεισμός σε φυλακή
2. το να είναι κανείς μέσα στη φυλακή, η κατάσταση του φυλακισμένου ή του υποδίκου
3. (νομ.) ποινή στερητική της ελευθερίας και διάρκειας από δέκα ημέρες έως πέντε έτη, η οποία επιβάλλεται με δικαστική απόφαση στους δράστες πλημμελημάτων και εκτίεται στις φυλακές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυλακίζω. Η λ., στον λόγιο τ. φυλάκισις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].