φυλλορροώ

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72

Greek Monolingual

φυλλορροῶ, -έω, ΝΜΑ φυλλορόος
(για δένδρα και άλλα φυτά) ρίχνω τα φύλλα μου, μού πέφτουν τα φύλλα το φθινόπωρο
νεοελλ.
μτφ. χάνομαι βαθμιαία, οδηγούμαι σε εξαφάνιση (α. «η επιχείρηση φυλλορροεί» β. «η αγάπη μας φυλλορροεί»)
αρχ.
1. κωμ. ρίχνω, πετώ την ασπίδα μου για να σωθώ
2. χάνω τα μαλλιά μου, γίνομαι φαλακρός.