φυλλορόος

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυλλορόος Medium diacritics: φυλλορόος Low diacritics: φυλλορόος Capitals: ΦΥΛΛΟΡΟΟΣ
Transliteration A: phylloróos Transliteration B: phylloroos Transliteration C: fylloroos Beta Code: fulloro/os

English (LSJ)

φυλλορόον, leaf-shedding, φθινόπωρον Opp.C.1.116.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui laisse tomber ou perd ses feuilles.
Étymologie: φύλλον, ῥέω.

Greek (Liddell-Scott)

φυλλορόος: ον (ἐν τῷ Θησ. Στεφ. φυλλόροος), φυλλοχόος, φυλλοβόλος, εἴαρι φυλλοτόκῳ καὶ φυλλορόῳ φθινοπώρῳ Ὀππ. Κυν. 1. 116.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για το φθινόπωρο) αυτός που κάνει να πέσουν τα φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -ροος (< ῥόος / ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. αἱμόροος, ἐλαιόροος].

Greek Monotonic

φυλλορόος: -ον (ῥέω), φυλλοβόλος.