ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που αναφέρεται στα φυμάτια
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο φυματικός, η φυματική
(για πρόσ.) αυτός που πάσχει από φυματίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύμα, φύματος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].