φωλίς

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωλίς Medium diacritics: φωλίς Low diacritics: φωλίς Capitals: ΦΩΛΙΣ
Transliteration A: phōlís Transliteration B: phōlis Transliteration C: folis Beta Code: fwli/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, a kind of fish, Arist.HA 621b8.

German (Pape)

[Seite 1321] ίδος, ἡ, ein Meerfisch, der sich im eignen Schleime verbirgt, Arist. H. A. 9, 37.

Russian (Dvoretsky)

φωλίς: ίδος ἡ фолида (род рыбы) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φωλίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ἰχθύος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 15, Σουΐδ.

Greek Monolingual

(I)
-ίδος, ἡ, Α
είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωλεός / φωλεά + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. δεσμίς)].
(II)
-ίδος, ἡ, Α
βλ. φολίδα.