Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χάζεμα

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

το, Ν χαζεύω
1. το να γίνεται κανείς χαζός
2. μτφ. α) το να χαζεύει κανείς, να βλέπει πράγματα χωρίς ενδιαφέρον, να χάνει άσκοπα τον χρόνο του
β) το να απολαμβάνει κανείς μια θέα.