χαλικοστρώνω

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monolingual

Ν
καλύπτω μια επιφάνεια με χαλίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + στρώνω. Το θηλ. της μτχ. χαλικοστρωμένη μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].