χασμώμαι

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

χασμῶμαι, -άομαι, ΝΜΑ, και δ. τ. κατά τον Ησύχ. χαμῶμαι, -άομαι Α χάσμη
εισπνέω βαθιά και παρατεταμένα, χασμουριέμαι
μσν.-αρχ.
(για στόμα και για πράγμ.) χάσκω, είμαι ανοιχτός, αφήνω άνοιγμα, αφήνω κενό
αρχ.
1. μτφ. μένω κατάπληκτος, μένω με το στόμα ανοιχτό («ἰλιγγιῴης ἂν καὶ χασμῷο οὐκ ἔχων ὅ,τι εἴποις», Πλάτ.)
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ χασμώμενοι
χάχες, χαζοί, ανόητοι.