χρονιάρης

From LSJ

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
1. αυτός που έχει ηλικία ενός έτους, χρονιάρικος
2. αυτός που έχει διάρκεια ενός έτους
3. φρ. «χρονιάρα μέρα» — γιορτάσιμη μέρα, επίσημη γιορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ταξιδιάρης)].