χρονόμετρο
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
Greek Monolingual
το, Ν
1. ωρολογιακός μηχανισμός εξαιρετικής ακριβείας για τη μέτρηση του χρόνου
2. (ναυτ.-τεχνολ.) συσκευή μετρήσεως του χρόνου, μεγάλης ακριβείας, που χρησιμοποιείται ιδίως στη ναυτιλία για τον προσδιορισμό του γεωγραφικού μήκους του πλοίου
3. τεχνολ. ο χρονογράφος
4. μουσ. ο μετρονόμος
5. ρολόγι χειρός μεγάλης ακριβείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chronometer < χρόνος + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. χρονόμετρον, μαρτυρείται από το 1847 στον Αλέξ. Βενιζέλο].