χρυσουργός

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσουργός Medium diacritics: χρυσουργός Low diacritics: χρυσουργός Capitals: ΧΡΥΣΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: chrysourgós Transliteration B: chrysourgos Transliteration C: chrysourgos Beta Code: xrusourgo/s

English (LSJ)

ὁ, goldsmith, LXX Wi.15.9, Poll.l.c.

German (Pape)

[Seite 1382] in Gold arbeitend, ὁ χρυσουργός, Goldarbeiter, Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui travaille l'or, orfèvre, joaillier.
Étymologie: χρυσός, ἔργον.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὸν χρυσόν, χρυσοχόος, Κριτίας 65, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΕ΄, 9).

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
χρυσοχόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός. Η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. kurusowoko = χρυσοFοργός)].