χώνευση

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

Greek Monolingual

η / χώνευσις, -εύσεως, ΝΜΑ, και χώνεψη Ν χωνεύω
τήξη μετάλλων στην χωνευτική καμινο
νεοελλ.
πέψη.