ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
το, Ν1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψάχνω, αναζήτηση2. διερεύνηση («θέλει ψάξιμο η υπόθεση της δωροδοκίας»).[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έψαξα του ψάχνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. τρέξιμο)].