ψαροπούλα

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. κόρη ψαρά
2. ψαρόβαρκα («ξεκινάει μια ψαροπούλα...», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + πουλώ, ενώ κατ' άλλους πρόκειται για συγκεκομμένο τ. του ψαροβαρκοπούλα (< ψάρι [Ι] + βάρκα + -πούλα)].