ψεγάδι

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ελάττωμα, μειονέκτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ψέγος (Ι) + υποκορ. κατάλ. -άδι (πρβλ. πηγάδι)].