ωμοφόριο

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek Monolingual

το / ὠμοφόριον, ΝΜΑ, και ὠμόφορον ΜΑ ὠμοφόρος
εκκλ. ιερατικό άμφιο επισκόπου της Ορθόδοξης Εκκλησίας
μσν.-αρχ.
είδος γυναικείου καλύμματος για το κεφάλι και τους ώμους.