доводить до конца
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Russian > Greek
ἀναπληρόω, ἀπαρτίζω, συναποτελέω, ἐκτελέω, ἐκτελείω, τελεσιουργέω, διεκπεραίνω, ἀποτελειόω, διαπεραίνω, ἄνω, τελειόω, τελεόω, ἐπεξεργάζομαι, διατελέω, διανύω, διανύτω, ἐπιτελέω, συμπεραίνω, προστεκταίνομαι, ἐκτολυπεύω, ἀπεργάζομαι, περαίνω, διαπράσσω