знаменитый
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Russian > Greek
ἀμύμων, περικλεής, πολύδοξος, περίφαντος, περιβόητος, περίβωτος, περικλυτός, ὀνομαστός, οὐνομαστός, πρόφαντος, μεγακυδής, ἀγακλεής, πρόφατος, γνώριμος, πολυώνυμος, διαβόητος, παράσημος, διαφανής, φανός, φατός, ἔνδοξος, πρεπτός, κλεινός, κλεεννός, ὀνομακλυτός, ὀνομάκλυτος, δακτυλόδεικτος, περίπυστος, ἀμφιβόητος, ἐπιφανής, πάνυ, ἐπίδοξος, λαμπρός