круглый
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Russian > Greek
τροχαλός, περίτροχος, περιφερής, κυκλωτός, κύκλωψ, γυρός, περίδρομος, ἐγκύκλιος, στρογγύλος, ἔγκυκλος, τροχιός, τροχόεις, κυκλοτερής, κυκλιάς, κυκλόεις, τροχοειδής, στρογγυλοειδής, εὔτροχος, ἐΰτροχος, τελεόμηνος, γογγύλος