оставаться
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
Russian > Greek
περίκειμαι, ὑπόκειμαι, ὕπειμι, συνδιατελέω, προσανέχω, μίμνω, ἐπιμένω, καταγίγνομαι, καταγίνομαι, ἐμμένω, μιμνάζω, ἀπομένω, προσμένω, ἐπιδιαμένω, καταμένω, παραμένω, παρμένω, ὑπολείπω, φιλοχωρέω, διαγίγνομαι, διαγίνομαι, μένω, ἐρωέω, περίειμι, περιγίγνομαι, χρονίζω, ἀναστρέφω