служение
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
Russian > Greek
ὑπηρετική, λειτουργία, λῃτουργία, ὑπηρέτησις, λατρεία, δραστοσύνη, δρηστοσύνη, ὑπηρεσία