совещаться
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Russian > Greek
κοινολογέομαι, συνδιανοέομαι, συνδιαλαμβάνω, χρηματίζω, συγκάθημαι, συγκάτημαι, ἐπικοινόομαι, βουλεύω, κοινοβουλέω, συμμητιάομαι, ἀνακοινόω, ἀνακοινωνέομαι, συνεδρεύω