τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
μυδάω, ἀναπιδύω, ἀποστάζω, κατείβω, καταστάζω, κηκίω, πιδύω, ὑποπροχέω, λιβάζομαι, νάω, νοτίζω, καταβαίνω