услуга
From LSJ
Russian > Greek
εὐεργέτημα, εὐεργεσία, εὐεργεσίη, εὐποιΐα, λειτουργία, λῃτουργία, θεράπευμα, χάρις, ἔρανος, ὑπηρέτησις, ἀγαθοεργία, ἀγαθοεργίη, ὑπουργία, ὑπούργημα, ὑπηρέτημα
εὐεργέτημα, εὐεργεσία, εὐεργεσίη, εὐποιΐα, λειτουργία, λῃτουργία, θεράπευμα, χάρις, ἔρανος, ὑπηρέτησις, ἀγαθοεργία, ἀγαθοεργίη, ὑπουργία, ὑπούργημα, ὑπηρέτημα