человек
From LSJ
Russian > Greek
κεφαλή, θήρ, φώς, ἀνήρ, πολέμαρχος, μέροψ, βροτός, μεταβολεύς, αὐτουργός, ἄνθρωπος, συνημερευτής, ἀνθρωποδαίμων, κρέας
κεφαλή, θήρ, φώς, ἀνήρ, πολέμαρχος, μέροψ, βροτός, μεταβολεύς, αὐτουργός, ἄνθρωπος, συνημερευτής, ἀνθρωποδαίμων, κρέας