ἀγορανόμιον
ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly
English (LSJ)
τό, court or office of the ἀγορανόμος, Pl.Lg.917e, IG2.192c11, 12(3).170, PHib.29.3 (iii B. C.), AP11.17 (Nicarch.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 puesto u oficina del agoránomo o almotacén πρόσθε τοῦ ἀγορανομίου θέντων ἐν στήλῃ γράψαντες νόμους Pl.Lg.917e, cf. IG 22.380.11 (IV a.C.), 12(3).170.24 (Astipalea III/II a.C.), AP 11.17 (Nicarch.), ITralleis 146.3 (imper.).
2 en su función de notaría pública, registro ἐὰν δέ τις ... μὴ ἀπογράψητα[ι διὰ τῶν] ἀγορανομίων PHib.29.3, cf. 10 (III a.C.), ἀγορανομίῳ καὶ ... γραφίῳ POxy.238.3 (I d.C.), cf. PLond.1168.24 (I d.C.), γραμματεὺς ἀγορανομίου SB 9766.4, cf. BGU 2119.2 (I d.C.).
3 n. de la tasa por gastos de notaría pública, POxy.44.7 (I d.C.), cf. ἀγορανομεῖον.
German (Pape)
[Seite 21] τό, das Geschäftslocal des Marktmeisters, Inscr. Bei Nicarch. 21 (XI, 17) eine Liste der Marktmeister. Überflüssig ist Steph. Conj. bei Plat. Legg. XI. 917 e, wo πρόσθε τοῦ ἀγορανόμου richtige Lesart alller mss.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγορᾱνόμιον: τό, ἀρχεῖον ἢ δικαστήριον τῶν ἀγορανόμων, Πλάτ. Νόμ. 917Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. e., 44 (προσθῆκαι), 2483. 25.
Russian (Dvoretsky)
ἀγορᾱνόμιον: τό агораномий (служебное помещение агоранома) Plat., Anth.