ἀερονηχής

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀερονηχής Medium diacritics: ἀερονηχής Low diacritics: αερονηχής Capitals: ΑΕΡΟΝΗΧΗΣ
Transliteration A: aeronēchḗs Transliteration B: aeronēchēs Transliteration C: aeronichis Beta Code: a)eronhxh/s

English (LSJ)

ἀερονηχές, (νήχομαι) floating in air, ὀιωνοί Ar.Nu.337.

Spanish (DGE)

-ές
• Prosodia: [ᾱ-]
que flota en el aire οἰωνοί Ar.Nu.337.

German (Pape)

[Seite 42] ές, die Luft durchschwimmend, οἰωνοί Ar. Nub. 337.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui nage dans l'air.
Étymologie: ἀήρ, νήχομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀερονηχής -ές ἀήρ, νήχω die in de lucht dobbert.

Russian (Dvoretsky)

ἀερονηχής: парящий в воздухе (οἰωνοί Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀερονηχής: -ές, (νήχομαι) ὁ νηχόμενος ἐν τῷ ἀέρι, περὶ τῶν νεφελῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 337.

Greek Monotonic

ἀερονηχής: -ές (νήχομαι), αυτός που (επι)πλέει στον αέρα, λέγεται για τα σύννεφα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[νήχομαι]
floating in air, of clouds, Ar.