ἀθαλής
From LSJ
Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz
English (LSJ)
or ἀθαλλής, ές, of the laurel, not verdant, withered, Plu. Pomp.31, Orac. ap. Ath.12.524b.
French (Bailly abrégé)
c. ἀθαλλής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθαλής: ἢ ἀθαλλής, ές, περὶ δάφνης, μὴ θάλλων, ἐξηραμένος, Πλουτ. Πομπ. 31. Χρησμ. παρ’ Ἀθην. 524Β.
Greek Monotonic
ἀθᾰλής: -ές (θάλλω), λέγεται για τη δάφνη, μη πράσινος, ξερός, αποξηραμένος, μαραμένος, σε Πλούτ.