ἀκαταπάτητος

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταπάτητος Medium diacritics: ἀκαταπάτητος Low diacritics: ακαταπάτητος Capitals: ΑΚΑΤΑΠΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: akatapátētos Transliteration B: akatapatētos Transliteration C: akatapatitos Beta Code: a)katapa/thtos

English (LSJ)

ἀκαταπάτητον, v.l. for ἀκατάποτος (q.v.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταπάτητος, -ον) καταπατῶ
εκείνος που δεν έχει καταπατηθεί ή δεν μπορεί να καταπατηθεί, να παραβιαστεί
«ακαταπάτητα κτήματα», «ακαταπάτητα δικαιώματα».