ἀμμόνιτρον
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
English (LSJ)
τό, potash mixed with sand, fused together to produce glass, Plin.HN36.194.
German (Pape)
[Seite 126] τό, Sandnatrum, unreines Glas, Plin. 36, 27.
Russian (Dvoretsky)
ἀμμόνιτρον: τό поташ с песком Plin.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμόνιτρον: τό, ἄμμος μεμιγμένη μετὰ νίτρου, - τὰ δύο τηκόμενα ὁμοῦ παράγουσι τὴν ὕαλον, Πλίν. 36. 27.
Greek Monolingual
ἀμμόνιτρον, το (Α)
άμμος μαζί με νίτρο, ακάθαρτο γυαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + νίτρον.