ἀμπελοκομία

From LSJ

ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)

Source

German (Pape)

[Seite 129] ἡ, Weinbau, Poll. 1, 224.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελοκομία: ἡ, ἡ τῆς ἀμπέλου καλλιέργεια, Πολυδ. (;) Wakef.

Greek Monolingual

η (Μ ἀμπελοκομία) ἀμπελοκόμος
η αμπελουργία.