Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναθυμιάομαι

From LSJ

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247

Russian (Dvoretsky)

ἀναθῡμιάομαι:
1 испаряться (τὸ ὑγρὸν ἀναθυμιώμενον Arst.; ὁ ἐκ τῆς γῆς ἀναθυμιώμενος ἀήρ Plut.);
2 выделять испарения, куриться (ἡ γῆ ξηραινομένη ἀναθυμιᾶται Arst.);
3 подниматься (τὸ ἀναθυμιώμενον πῦρ Arst.; ὁ ἀναθυμιώμενος καπνός Luc.; перен. μῖσος ἀναθυμιᾶται Polyb.);
4 поднимать испарения (ἐκ τῆς θαλάττης Arst.);
5 выдыхаться (οἶνος ἀναθυμιαθείς Plut.).