ἀναπαυτικός

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπαυτικός Medium diacritics: ἀναπαυτικός Low diacritics: αναπαυτικός Capitals: ΑΝΑΠΑΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anapautikós Transliteration B: anapautikos Transliteration C: anapaftikos Beta Code: a)napautiko/s

English (LSJ)

ἀναπαυτική, ἀναπαυτικόν, giving rest, Ptol. Tetr.20.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀναπαυτικός, -ή, -όν) ἀναπαύω
αυτός που προσφέρει ανάπαυση, άνετος, ξεκούραστος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναπαυτικόν στρατιωτικό παράγγελμα για ανάπαυση, διακοπή.