ἀνθεινός
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ἀνθεινή, ἀνθεινόν, = ἀνθινός, D.S.4.4, Ael.NA2.11.
Spanish (DGE)
v. ἄνθινος.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. ἀνθινός.
German (Pape)
= ἀνθινός, DS. 4.4; Plut.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθεινός: Diod. = ἄνθινος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθεινός: -ή, -όν, = ἀνθινός, Διόδ. 4. 4, Αἰλ. π. Ζ. 2. 11.