ἄνθινος
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
English (LSJ)
η, ον,
A of or like flowers, blooming, fresh, like ἀνθηρός: in Od.9.84 the esculent lotus is called ἄνθινον εἶδαρ, where prob. vegetable as opp. to animal food is all that is meant; ἄ. κυκεών a drink flavoured with flowers, Hp.Int.12; ἄ. ἔλαιον oil of lilies, Id. Mul.1.35; ἄ. μέλι Arist.Mir.831b18; ἄ. οἶνος Gal.19.81; τριμμάτιον Sotad.Com.1.17; στέφανος SIG1017.12 (Sinope); εὐωδία Plu.2.645e.
II flowered, bright-coloured, of women's dress, ἐσθῆτες, στολή, Str.3.3.7, Plu.2.304d; τὰ ἄνθινα (sc. ἱμάτιἀ gay-coloured dresses worn by the ἑταῖραι at Athens, Phylarch.45; forbidden at religious festivals, IG11.1300 (Delos), ib.5(2).514.6 (Lycosura, ii B.C.); also of dresses worn at the Anthesteria by the Satyrs: hence τὴν φιλοσοφίαν ἄνθινα ἐνέδυσεν he clothed philosophy in motley, of Bion, who delivered his precepts in sarcastic verses, like those used in the satyric drama, Eratosth. ap. D.L.4.52, cf. Thphr. ap. Demetr. Lac.Herc.1055.15, Str.1.2.2. (On the accent v. Hdn.Gr.1.182.)
Spanish (DGE)
(ἄνθῐνος) -η, -ον
• Alolema(s): ἀνθινός, -ή, -όν D.C.59.17.6, Plu.2.78a; ἀνθεινός, -ή, -όν D.S.4.4.
• Morfología: [gen. sg. ἀνθίνω Alc.36.14]
1 que consiste en flores prob. vegetal op. alimento anim. ἄ. εἶδαρ de los lotófagos Od.9.84
•hecho con flores τριμμάτιον Sotad.Com.1.17, στέφανος Plu.2.645d, SIG 1017.12 (Sinope)
•florido Alc.l.c.
•preparado o perfumado con flores de un remedio medicinal κυκεών Hp.Int.12, ἔλαιον Hp.Mul.1.35, μέλι Arist.Mir.831b18, cf. Plin.HN 11.34
•procedente de flores εὐωδία Plu.2.645e.
2 floreado, de colores llamativos ταινία PCair.Zen.696.6 (III a.C.), ἐσθήσεις Str.3.3.7, D.C.l.c., στρώματα Plu.2.78a, στολή Plu.2.304e, Sokolowski 77 (II a.C.)
•subst. neutr. plu. τὰ ἄνθινα del adorno de un manto flores Ph.2.153
•vestidos de colores llamativos llevados por las heteras en Atenas, Phylarch.45, prohibidos en fiestas religiosas IG 11(4).1300 (Delos), IG 5(2).514.6 (Licosura II a.C.), cf. PTeb.182 (II a.C.), Stud.Pal.20.245.7 (VI d.C.)
•fig. φιλοσοφίαν ἀνθινὰ ἐνέδυσεν vistió a la filosofía de colores Eratosth. en D.L.4.52, cf. Eratosth. en Str.1.2.2, Demetr.Lac.p.75, Str.1.2.2.
German (Pape)
[Seite 232] blumig, aus Blumen bestehend; bei Hom. heißt der Lotos ἄνθινον εἶδαρ. Od. 9, 84, was nicht von der Farbe oder Zartheit zu verstehen ist. Übertr., ἀνθινός, = ἀνθεινός, bes. von buntfarbigen Kleidern, Plut. qu. Rom 55, öfter; ανθινὰ φορεῖν, sc. ἱμάτια, Ath., was in Athen nur die Hetären thun durften; οἶνος, κυκεών, mit Blumen bereitet, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
η, ον, = ἀνθινός.
English (Autenrieth)
ον (ἄνθος): of flowers; εἶδαρ ἄνθινον, flowery food, of the fruit of the Lotus-tree, Od. 9.84†.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄνθινος, -η, -ον και ἀνθινός, -ή, -όν)
αυτός που προέρχεται ή αποτελείται από άνθη
αρχ.
1. αυτός που έχει άνθη ή μοιάζει με άνθος
2. ανθηρός, δροσερός
3. (για κρασιά και ποτά) αρωματισμένος
4. (για γυναικείο ένδυμα) λουλουδισμένος, ζωηρόχρωμος
5. ζωηρός στην έκφραση, τραχύς, σαρκαστικός.
Greek Monotonic
ἄνθινος: -η, -ον (ἄνθος),
I. όμοιος με λουλούδια, ανθηρός, σφριγηλός, δροσερός, ἄνθινον εἶδαρ, λέγεται για τον λωτό, σε Ομήρ. Οδ.
II. λαμπερός στο χρώμα, Λατ. floridus, λέγεται για το γυναικείο φόρεμα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄνθῐνος: и ἀνθινός 3
1 цветочный, растительный (εἶδαρ Hom.; εὐωδία Plut.);
2 расцвеченный, пестрый (στρώματα, ἐσθής Plut.; στρωμναί Diod.).