άνθινος
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄνθινος, -η, -ον και ἀνθινός, -ή, -όν)
αυτός που προέρχεται ή αποτελείται από άνθη
αρχ.
1. αυτός που έχει άνθη ή μοιάζει με άνθος
2. ανθηρός, δροσερός
3. (για κρασιά και ποτά) αρωματισμένος
4. (για γυναικείο ένδυμα) λουλουδισμένος, ζωηρόχρωμος
5. ζωηρός στην έκφραση, τραχύς, σαρκαστικός.