ἀνθρακόομαι
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
Pass.,
A to be burnt to cinders or ashes, κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος A. Pr.374, cf. E.Cyc.614, Thphr. De Lapidibus 12.
II form a malignant ulcer (cf. ἀνθράκωσις), Aët.7.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρᾰκόομαι: παθ. (ἄνθραξ), κατακαίομαι, μεταβάλλομαι εἰς ἄνθρακα, «γίνομαι στάχτη», κεραυνῷ Ζηνὸς ἠνθρακωμένος Αἰσχύλ. Πρ. 372, δαλὸς ἠνθρακωμένος κρύπτεται εἰς σποδιὰν Εὐρ. Κύκλ. 612, Θεοφρ. Λιθ. 12. Περὶ τοῦ ἐνεργ. ἴδε ἐν λ. ἀπανθρακόω, κατανθρακόω.
Greek Monotonic
ἀνθρᾰκόομαι: παρακ. ἠνθράκωμαι, Παθ., (ἄνθραξ), καίγομαι και γίνομαι στάχτη, απανθρακώνομαι, σε Αριστοφ.