ἀνταποθνήσκω
From LSJ
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English (LSJ)
die or am killed in requital, ἀνταποθανεῖν τὸν ἀποκτείναντα Antipho 5.10; τοῦ ἐμψύχου δόγματος ὃ ἀνεῖλε Ph.1.94.
German (Pape)
[Seite 244] (s. θνήσκω), dagegen, zur Vergeltungsterben, τὸν ἀποκτείναντα ἀνταποθανεῖν Antiph. 5, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταποθνήσκω: καταδικάζομαι εἰς θάνατον ὡς φονεύς, ἀνταποθανεῖν τοῦ νόμου κειμένου τὸν ἀποκτείναντα Ἀντιφῶν Περὶ Ἡρῴδ. φόνου 10.
Greek Monolingual
ἀνταποθνήσκω (Α)
καταδικάζομαι σε θάνατο για φόνο.