ἀπεδέδεκτο
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pqp. de ἀποδέχομαι;
3ᵉ sg. pqp. ion. de ἀποδείκνυμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεδέδεκτο:
I 3 л. sing. ppf. к ἀποδέχομαι.
II ион. 3 л. sing. ppf. к ἀποδείκνυμι.