ἀπεδέδεκτο
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pqp. de ἀποδέχομαι;
3ᵉ sg. pqp. ion. de ἀποδείκνυμαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεδέδεκτο:
I 3 л. sing. ppf. к ἀποδέχομαι.
II ион. 3 л. sing. ppf. к ἀποδείκνυμι.