ἀπρόσκοπτος

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσκοπτος Medium diacritics: ἀπρόσκοπτος Low diacritics: απρόσκοπτος Capitals: ΑΠΡΟΣΚΟΠΤΟΣ
Transliteration A: apróskoptos Transliteration B: aproskoptos Transliteration C: aproskoptos Beta Code: a)pro/skoptos

English (LSJ)

ἀπρόσκοπτον, without offence, IG14.404. Adv. ἀπροσκόπτως = without stumbling, τρέχειν Eust.925.28.

Spanish (DGE)

-ον
I 1libre de daño, sano y salvo ἔζησε ἀπρόσκοπτος ἔτη λςʹ IG 14.404, φυλάξω αὐτοὺς ἀπροσκόπτους Apoc.Paul.8 (p.38), ζωή Rom.Mel.54.κεʹ.8.
2 fig. que no ofende πῶς σὺ πρὸς τὸν ... Δεσπότην ἔσῃ καταπειθὴς καὶ ἀ.; Gr.Nyss.M.44.1189D.
II adv. ἀπροσκόπτως = sin daño, bien ὅποι πορεύονται, ἀ. καὶ ἀσφαλῶς μάλα φέρονται Rh.1.604, περιπατεῖν Marc.Er.Opusc.M.65.1048C, εἰπεῖν Eust.799.57, τρέχειν Eust.925.28.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσκοπτος: -ον, ὁ μὴ προσκόπτων, ἄμεμπτος, Ἀνδρόβιος Λύκιος ναύκληρος ἔζησε ἀπρόσκοπτος ἔτη λς΄ Συλλ. Ἐπιγρ. 5625. - Ἐπίρρ. -τως Ἰω. Χρυσ. Λειτ. τ. 6. 993, 15.